- δυσθυμικός
- δυσθῡμ-ικός, ή, όν,A melancholy, Arist.Phgn.813a33.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυσθυμικός — δυσθυμικός, ή, όν (Α) επιρρεπής στη δυσθυμία, μελαγχολικός … Dictionary of Greek
δυσθυμικοί — δυσθυμικός melancholy masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)